- ἰδιόκτητα
- ἰδιόκτητοςheld as private propertyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άδενδρος — και άδεντρος, η, ο (Α ἄδενδρος, ον) [δένδρο] 1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει δέντρα 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ιδιόκτητα δένδρα 3. μτφ. αυτός που δεν έχει παιδιά, απογόνους 4. (για χωράφια) ο μη κατάλληλος για δενδροφύτευση … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Κύπρου, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε το 1989, ενώ δέχθηκε τους πρώτους φοιτητές το 1992. Έχει βασικούς στόχους την «προαγωγή της επιστήμης και της γνώσης… … Dictionary of Greek
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek
Χάνα, Μάρκος - Αλόντσο — (Hauna, 1837 1904). Αμερικανός πολιτικός και μεγαλοεπιχειρηματίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κλίβελαντ και μετά ασχολήθηκε με εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Έγινε μάλιστα ιδιοκτήτης ολόκληρου στόλου πλοίων των λιμνών, τα οποία… … Dictionary of Greek